Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εγκρατής
- απόδοση: ο αυτοκυριαρχούμενος / που δύναται να περιορίζει στο ελάχιστο τις ορμές & τις επιθυμίες του / που απέχει συνειδητά από τις υλικές απολαύσεις
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’