Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ισοβαρής
- απόδοση: που συγκρινόμενος με άλλο στοιχείο έχει το αυτό βάρος / που έχει το αυτό ατομικό βάρος / που παρουσιάζει την αυτή σημασία ή βαρύτητα
- αντίθετο: ανισοβαρής
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’