Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακράτεια
- απόδοση: η αδυναμία ατόμου να θέσει υπό περιορισμό τα πάθη του / η αδυναμία συγκράτησης των ούρων ή των κοπράνων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’