Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιωνιότητα
- απόδοση: που διαρκεί μέγιστο χρονικό διάστημα ή για πάντα / κατάσταση χωρίς τέλος / ο άπειρος χρόνος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’