Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιμοκοντόρος
- απόδοση: κομψευόμενος έως επιτηδευμένος στην εμφάνιση που επιδιώκει εκ συστήματος να επιδεικνύεται & να ερωτοτροπεί
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’