Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ασιτία
- απόδοση: κατάσταση του οργανισμού όταν αυτός δεν λαμβάνει θρεπτικές ουσίες τις απαραίτητες για την συντήρησή του
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’