Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιμοκτονία
- απόδοση: θάνατος προκαλούμενος από κατάσταση ασιτίας / στέρηση των αναγκαίων λόγω παρατεταμένης ανέχειας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’