Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιμέλεια - 1
- απόδοση: έντονη & συνεχής φροντίδα & εκδήλωση προσπάθειας κάποιου προκειμένου να πράξει αυτό που οφείλει / φροντίδα για κάτι & κυρίως σε συγκεκριμένο τομέα στα πλαίσια μίας εργασίας
- αντίθετο: αμέλεια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’