Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προασπιστής
- απόδοση: ο υπερασπιστής / αυτός που προστατεύει που υποστηρίζει κάτι
- συγγενές: προασπίστρια
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’