Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταβόθρα
- απόδοση: υπόγειος φυσικός αγωγός δια του οποίου τα νερά ποταμών ή λιμνών μεταφέρονται στην θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο του στερεού εδάφους / μειωτικός χαρακτηρισμός για άτομο που ξοδεύει κατά τρόπον υπερβολικό / αναφερόμενοι σε κάτι που προκειμένου να λειτουργήσει ή να συντηρηθεί απαιτεί μεγάλα ποσά
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’