Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απονεμημένος
- απόδοση: που προσφέρθηκε ή χορηγήθηκε υπό μορφή τιμητικής διάκρισης καθώς & ηθικής ή υλικής παροχής / που παρείχε αρμόδιος σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’