Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άπολις
- απόδοση: που δεν έχει πατρίδα / που δεν είναι πολίτης κάποιας κρατικής οντότητος / ο εξόριστος
- γένη: -ις -ις -ι
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’