Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παστρικός
- απόδοση: ο καλά καθαρισμένος / ο ηθικά άψογος / αναφερόμενοι σε άτομο που δεν υποκρύπτει δόλο / με ειρωνική διάθεση αναφερόμενοι σε ανέντιμο άνθρωπο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’