Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πικρόγλωσσος
- απόδοση: αυτός που δέχεται πικρά λόγια ή προκαλεί άλλον με αυτά με αποτέλεσμα την αίσθηση βαθειάς θλίψης
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’