Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εφιδρωτικός
- απόδοση: που προκαλεί εφίδρωση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το γρήγορο βάδην στο καταμεσήμερο είναι συνήθως εφιδρωτικό