Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απροσπέλαστος
- απόδοση: αναφερόμενοι σε τόπο που με μεγάλη δυσκολία μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει / αναφερόμενοι σε άτομο πολυάσχολο ή που εκδηλώνει εσωστρέφεια & η επικοινωνία πραγματοποιείται με δυσκολία
- αντίθετο: προσπελάσιμος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’