Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσπελάσιμος
- απόδοση: αναφερόμενοι σε τόπο που με ευκολία μπορεί κάποιος να τον πλησιάσει
- αντίθετο: απροσπέλαστος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’