Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μεγαθήριο
- απόδοση: ζώο ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων που έζησε αλλοτινές εποχές / μαμούθ / αναφερόμενοι σε οικοδόμημα υπερβολικά μεγάλο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’