Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απασφάλιση
- απόδοση: η ενέργεια του απασφαλίζω ήτοι αφαίρεση ασφάλειας από μηχανισμό κυρίως πυροβόλου όπλου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’