Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απολωλώς
- απόδοση: που παρεκκλίνει από ηθικής φύσεως θέματα / ο διεφθαρμένος / ο άσωτος
- γένη: -ώς -υία -ός
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ομοιάζει με απολωλός πρόβατο