Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απώλεια
- απόδοση: η στέρηση πνευματικού ή υλικού αγαθού / αναφερόμενοι σε θάνατο / ό,τι χάνεται σε μία δραστηριότητα ή ενέργεια / διαφυγή ουσίας ή μορφής ενεργείας / ηθική καταστροφή / μείωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’