Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοδιοίκητο
- απόδοση: ειδικό καθεστώς που παρέχει την δυνατότητα αυτοδιοικήσεως σε κοινότητα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το Άγιο Όρος απολαμβάνει το αυτοδιοίκητο που του παρέχεται από ειδικό καθεστώς