Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοδιοίκητος
- απόδοση: που αυτοδιοικείται αναφερόμενοι σε κοινότητες όπως αυτή του Αγίου Όρους
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’