Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνήγορος
- απόδοση: δικηγόρος που αναλαμβάνει την υποστήριξη των συμφερόντων διαδίκου / που υπερασπίζεται κατηγορούμενο πρόσωπο για κάτι / πρόσωπο που με δική του συνήθως πρωτοβουλία αναλαμβάνει να υποστηρίξει άλλο πρόσωπο υπόθεση ή άποψη
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’