Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατασκευαστικός
- απόδοση: ο έχων σχέση με την κατασκευή ή ασχολούμενος με αυτή / ο κατάλληλος να παράγει
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’