Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατασκευή
- απόδοση: η ενέργεια του κατασκευάζω / το σύνολο των εργασιών για την δημιουργία αντικειμένου ή έργου / η ακολουθούμενη τεχνική ή τα υλικά δια των οποίων δημιουργήθηκε κάτι / το αποτέλεσμα νοητικής εργασίας / κάθε τι που επινοεί κάποιος προκειμένου να βλάψει άλλον
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’