Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσωπίδα
- απόδοση: ομοίωμα προσώπου που φορούν οι μεταμφιεσμένοι / κάλυμμα προσώπου προσφερόμενο για προστασία ήτοι μάσκα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’