Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαμελισμένος
- απόδοση: αυτός που σκοτώθηκε & μεταβλήθηκε σε μικρά κομμάτια / αυτός που διαλύθηκε μεταβαλλόμενος σε μικρότερα τμήματα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’