Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιοριστικός
- απόδοση: που περιορίζει που μπορεί να περιορίσει ή που προορίζεται να περιορίσει ενέργεια ή δραστηριότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’