Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιφνίδιος
- απόδοση: ο εντελώς ξαφνικός / ο απροσδόκητος / που προκύπτει χωρίς να το περιμένει κανείς
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’