Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανακωχή
- απόδοση: προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών κατόπιν συμφωνίας των αντιμαχομένων / προσωρινή διακοπή διενέξεων μεταξύ ατόμων ή εμπλεκομένων παρατάξεων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’