Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διοχέτευση
- απόδοση: η ενέργεια του διοχετεύω / μεταφορά & διάθεση προϊόντος από την παραγωγή στην κατανάλωση / μεταφορά & διάθεση υγρών ή ηλεκτρικού ρεύματος / προσέλκυση & απορρόφηση ανθρώπινου δυναμικού από διάφορους τομείς της οικονομίας, διάδοση πληροφορίας / αναφερόμενοι σε διέξοδο ή εκτόνωση καταστάσεως
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’