Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έκκριση
- απόδοση: λειτουργία οργανισμών κυρίως ζωικών κατά την οποία παράγονται ουσίες διοχετευόμενες προς τα έξω μέσω πόρων ή προς τα έσω ήτοι στο αίμα / ουσία εκκρινόμενη από ορισμένο όργανο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’