Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καλόβολος
- απόδοση: που αντιμετωπίζει με θετικό τρόπο τους ανθρώπους ή τις καταστάσεις / ο ευπροσάρμοστος
- αντίθετο: κακόβολος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’