Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευαισθησία
- απόδοση: η ικανότητα ζώντος οργανισμού να αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα ή καταστάσεις καθώς & τις επιδράσεις από αυτές / αναφερόμενοι σε όργανο που εκδηλώνει διαφοροποίηση από εξωτερικό παράγοντα & καταγράφει τις τυχόν διαφοροποιήσεις / κατάσταση προερχόμενη από συναισθηματική λειτουργία / γνώση ή κατανόηση ατόμου που εκδηλώνεται με ενδιαφέρον ή ενασχόληση με συγκεκριμένο θέμα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’