Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευαίσθητος
- απόδοση: που εκδηλώνει ευαισθησία / που αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα / που αισθάνεται με ένταση καταστάσεις ή επιδράσεις από αυτές / που είναι ευπαθής / που διαφοροποιείται ανάλογα από εξωτερικούς παράγοντες καταγράφοντας τις διαφοροποιήσεις / που επηρεάζεται με ευκολία η πνευματική ή συναισθηματική του ισορροπία / που κυριεύεται με ευκολία από συναισθήματα / που κατανοεί με ευκολία θέματα ή καταστάσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’