Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντίκρισμα
- απόδοση: η ενέργεια του αντικρίζω / αυτό που αντιστοιχεί σε ορισμένη ενέργεια / χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε τράπεζα που προσφέρει την δυνατότητα στον καταθέτη να ασκεί οικονομικές πράξεις
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κυκλοφορούν επιταγές χωρίς αντίκρισμα της εν λόγω εταιρείας
πρόκειται για πράξεις εκφοβισμού χωρίς λ