Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευεργέτης
- απόδοση: ο προσφέρων βοήθεια που κάμνει καλό σε άλλον ή σε άλλους / που προσφέρει κυρίως οικονομική βοήθεια προκειμένου να πραγματοποιηθεί έργο χρήσιμο για το κοινωνικό σύνολο
- συγγενές: ευεργέτιδα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’