Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άβυσσος
- απόδοση: μεγάλου βάθους βάραθρο με αθέατο τον πυθμένα αυτού / κενό που είναι αδύνατον να μετρηθεί / θαλάσσια περιοχή εκτεινόμενου βάθους 2 χιλιάδων έως 6 χιλιάδων μέτρων / το προ της δημιουργίας του κόσμου χάος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’