Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κραιπάλη
- απόδοση: τρόπος ζωής χαρακτηριζόμενος από έλλειψη ηθικών αρχών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ζει σε λ απολαμβάνοντας ηδονές χωρίς ηθικούς φραγμούς
κατέφυγε σε λ μέθης