Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βουλή - 2
- απόδοση: νομοθετικό σώμα εκλεγμένων αντιπροσώπων από το εκλογικό σώμα του κοινωνικού συνόλου / κοινοβούλιο / ο χώρος στον οποίο διεξάγονται οι συνεδριάσεις των βουλευτών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’