Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υιοθετημένος
- απόδοση: αυτός που δια νομικής πράξεως έτυχε επίσημης αναγνώρισης ως γνήσιο τέκνο μη φυσικών γονέων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’