Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
- απόδοση: το επιβαλλόμενο από σύστημα ηθικών αξιών το οποίο ρυθμίζει τις ενέργειες των ατόμων / η απορρέουσα υποχρέωση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άνθρωπος του καθήκοντος
απασχολείται στην Τροχαία εκτελών καθήκοντα τροχονόμου
εκτελεί τα συζυγικά καθήκοντα με συνέπεια
έπεσε θύμα του καθήκοντος
έπραξε όπως επιτάσσει το λ
κατηγορήθηκε για υπέρβαση καθήκοντος
ο εκκλησιασμός αποτελεί χριστιανικό λ
ο υπουργός απάλλαξε των καθηκόντων του τον εν λόγω διευθυντή
οι πολίτες βαρύνονται με καθήκοντα & υποχρεώσεις
πάντα παρών όταν τον καλεί το λ
παρακαλώ κύριε είναι λ μου !
πρόκειται για άτομο που αγνοεί το γονικό λ
του προσάπτουν παράβαση καθήκοντος
ως γονείς έπραξαν στο ακέραιο το λ τους