Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταπιεστικός
- απόδοση: αναφερόμενοι σε πρόσωπο που ασκεί τυραννική εξουσία ή που επιβάλλει περιορισμούς στην ζωή ατόμου ή συνόλου / αναφερόμενοι σε κάτι δια του οποίου ασκείται καταπίεση
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’