Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτάκουστος
- απόδοση: με αρνητική διάθεση για κάτι που ξεπερνάει προηγούμενη εμπειρία / αναφερόμενοι σε κάτι μοναδικό που ακούγεται για πρώτη φορά
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’