Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βόρβορος
- απόδοση: βούρκος / το έσχατο σημείο ηθικής κατάπτωσης
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κυλίεται εις βόρβορον απάτης & σκανδάλων