Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυναμικός
- απόδοση: αυτός που δύναται να υπερνικήσει εμπόδια / ο λόγω ψυχικών αντοχών ικανός να επιβάλλει καταστάσεις με τις πρωτοβουλίες & την δραστηριότητα που αναπτύσσει / ο χαρακτηριζόμενος από στοιχεία που εντυπωσιάζουν / που ενεργεί ακόμη & με βίαιο τρόπο / που ακολουθεί εξελικτική πορεία / ο σχετιζόμενος με την δράση φυσικών δυνάμεων
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’