Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εποπτικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την εποπτεία ήτοι την επίσημη παρακολούθηση ή έλεγχο καταστάσεως / ο αναφερόμενος στην γνώση την προερχόμενη από τις αισθήσεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’