Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εποπτεύων
- απόδοση: ο επιφορτισμένος με αρμοδιότητα ασκήσεως ελέγχου σε κάτι προκειμένου να διαπιστωθεί ή να τηρηθεί η ομαλή λειτουργία αυτού
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’