Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γοητευτικός
- απόδοση: ο θελκτικός που ασκεί στους άλλους γοητεία / αναφερόμενοι σε άτομο που προσελκύει με την προσωπικότητά του
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’